- τανύσκιος
- τᾰνύσκῐος, ον,A with long-stretching shadow, Opp.C.4.356.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τανύσκιος — ον, ΜΑ αυτός που ρίχνει σκιά η οποία εκτείνεται σε μεγάλη απόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + σκιος (< σκιά), πρβλ. δολιχό σκιος] … Dictionary of Greek
τανύσκια — τανύσκιος with long stretching shadow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)